- ἐλαφρός
- ἐλαφρόςlight in weightmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ελαφρός, -ή, -ό — και ελαφρύς, ιά, ύ και (α)λαφρός, ή, ό και (α)λαφρύς, ιά, ύ και (α)λαφριός, ά, ό επίρρ. ά και ιά 1. που έχει μικρό σχετικά βάρος, ανάλαφρος, που εύκολα μετατοπίζεται: Ελαφριά βαλίτσα. 2. που έχει μικρό ειδικό βάρος: Το μπαμπάκι είναι πιο ελαφρό… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ελαφρός — ή, και ά, και ιά, ό και αλαφρός, ιά, ό και αλαφριός, ά, ό και ελαφρύς, ιά, ύ και αλαφρύς, ιά, ύ (AM ἐλαφρός, ά, όν και ἐλαφρός, όν) Ι. 1. αυτός που ἔχει μικρό βάρος 2. (για ενδύματα, σκεπάσματα, υφάσματα κ.λπ.) λεπτός, κατάλληλος λόγω υλικού και… … Dictionary of Greek
ἐλαφρά — ἐλαφρός light in weight neut nom/voc/acc pl ἐλαφρά̱ , ἐλαφρός light in weight fem nom/voc/acc dual ἐλαφρά̱ , ἐλαφρός light in weight fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαφρότερον — ἐλαφρός light in weight adverbial comp ἐλαφρός light in weight masc acc comp sg ἐλαφρός light in weight neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαφροτάτων — ἐλαφρός light in weight fem gen superl pl ἐλαφρός light in weight masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαφροτέραις — ἐλαφρός light in weight fem dat comp pl ἐλαφροτέρᾱͅς , ἐλαφρός light in weight fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαφροτέρων — ἐλαφρός light in weight fem gen comp pl ἐλαφρός light in weight masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαφροτέρως — ἐλαφρός light in weight adverbial comp ἐλαφρός light in weight masc acc comp pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαφρῶν — ἐλαφρός light in weight fem gen pl ἐλαφρός light in weight masc/neut gen pl ἐλαφρόω pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἐλαφρόω pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἐλαφρόω pres part act masc nom sg ἐλαφρόω pres inf act (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαφρόν — ἐλαφρός light in weight masc acc sg ἐλαφρός light in weight neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)